- ὑπεξαίρετος
- ὑπεξαίρ-ετος, ον,A removable, Phld.Piet.115.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπεξαίρετος — ον, Α [ὑπεξαιρῶ] αυτός που μπορεί να αφαιρεθεί, να τεθεί κατά μέρος … Dictionary of Greek
ὑπεξαιρέτων — ὑπεξαίρετος removable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)